ηγάθεος — ἠγάθεος, έη, ον, δωρ. τ. άγάθεος (Α) (για τόπους που βρίσκονται κάτω από την προστασία θεών) πολύ θείος, πολύ ιερός, αγιότατος («ἠγάθεος Πύλος», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατικό πρόθημα αγα * + θεός, με μετρική έκταση τού αρχικού α] … Dictionary of Greek
ἠγάθεος — most holy masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγαθέων — ἠγάθεος most holy fem gen pl ἠγάθεος most holy masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγάθεον — ἠγάθεος most holy masc acc sg ἠγάθεος most holy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγαθέη — ἠγάθεος most holy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγαθέην — ἠγάθεος most holy fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγαθέης — ἠγάθεος most holy fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγαθέοιο — ἠγάθεος most holy masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγαθέοις — ἠγάθεος most holy masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγαθέοισι — ἠγάθεος most holy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠγαθέοισιν — ἠγάθεος most holy masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)